ἀρταβῶν

ἀρταβῶν
ἀρτάβη
artaba
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • артава — АРТАВ|А (1*), Ы с. άρτάβη Хлебная мера: того ради ѥлико привезе пшеницѣ въ страны си˫а. мирьскымъ ключаѥтьсѩ. да продасть ˫ако же при˫атъ. вручившему ѥго. по десѩ(т). а по триі артавы. а не ˫ако же ѥсть дешевоѥ куплѩ. и по проданьи. вземъ злато… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δεκάρταβος — δεκάρταβος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση δέκα αρταβών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + αρτάβη «περσικό μέτρο χωρητικότητας»] …   Dictionary of Greek

  • πενταρταβία — ἡ, Α συνεισφορά ή φόρος πέντε αρταβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ἀρτάβη «μέτρο χωρητικότητας»] …   Dictionary of Greek

  • πενταρταβιαίος — ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα πέντε αρταβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ἀρτάβη + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”